αντιμέτωπος

αντιμέτωπος
-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντιμέτωπος — front to front masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιμέτωπος — η, ο αυτός που αναμετριέται με κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο: Απόσυρε την υποψηφιότητά του, γιατί δεν ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπος με το φίλο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιμετώπως — ἀντιμέτωπος front to front adverbial ἀντιμέτωπος front to front masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμέτωπον — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem acc sg ἀντιμέτωπος front to front neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμετώποις — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμετώπου — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμετώπους — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμετώπων — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμέτωπα — ἀντιμέτωπος front to front neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιμέτωποι — ἀντιμέτωπος front to front masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”